- θηκάρι
- το-ιού, θήκη ξίφους ή μαχαιριού: Έβγαλε το ξίφος από το θηκάρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θηκάρι — και φηκάρι και φουκάρι, το (ΑΜ θηκάριον) [θήκη] μικρή θήκη ξίφους ή μαχαιριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + κατάλ. άρι*, πρβλ. βλαστ άρι, ζευγ άρι] … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
σιδηροκόλεος — ον, Α (για μαχαίρι) αυτός που έχει σιδερένιο κολεό, σιδερένιο θηκάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + κολεός «θηκάρι» (πρβλ. σκυτο κόλεος)] … Dictionary of Greek
ασημώνω — [ασήμι] 1. κάνω επένδυση με ασημένια ελάσματα («ασημώνω την εικόνα», «ασημώνω το θηκάρι») 2. επαργυρώνω, ασημοκαπνίζω («ασημώνω το καντήλι ή το ρολόι») 3. δίνω ασημένιο χρώμα, κάνω κάτι να φαίνεται σαν από ασήμι («το φως του φεγγαριού ασήμωνε τη… … Dictionary of Greek
θηκαρίζω — και φηκαρίζω [θηκάρι] 1. βάζω κάτι στη θήκη του 2. προμηθεύομαι θήκη για κάτι … Dictionary of Greek
θηκαρώνω — και φηκαρώνω [θηκάρι] βάζω κάτι στη θήκη του … Dictionary of Greek
θηλειά — και θελ(ε)ιά και φηλ(ε)ιά, η 1. βρόχος («μού βαλε θηλειά στο λαιμό») 2. είδος παγίδας πουλιών ή μικρών θηραμάτων, συρτοθηλειά 3. το διάκενο στο δίχτυ, το μάτι 4. είδος κουμπότρυπας που σχηματίζεται με πλέγμα απ όπου περνά το κουμπί. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
θύκια — τα (λαϊκ. τ.) φύκια («είχε τα θύκια πάπλωμα», δημ. τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θύκια αντί φύκια. Η εναλλαγή (θ) / (f) απαντά σε ορισμένους δημώδεις τ. (πρβλ. θηκάρι / φηκάρι)] … Dictionary of Greek
καλυπτήρας — ο (Α καλυπτήρ, ῆρος) [καλύπτω] το μέσο με το οποίο καλύπτεται κάτι, κάλυμμα, σκέπασμα αρχ. 1. περίβλημα, περικάλυμμα, περιτύλιγμα 2. επικάλυμμα, επίθεμα, πώμα («ἐπάνω δὲ τῆς θήκης ἐπετίθετο καλυπτὴρ χρυσοῦς», Διόδ.) 3. θήκη, θηκάρι 4. στον πληθ.… … Dictionary of Greek
κολεάζω — (Α) [κολεός] (κατά τον Ησύχ.) βάζω στον κολεό, βάζω στο θηκάρι … Dictionary of Greek